- ἐναπερεύγω
- ἐναπ-ερεύγω,A vomit forth upon, metaph. of lust,
τὸ πάθος τινί Ph.2.393
, cf. 202.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ πάθος τινί Ph.2.393
, cf. 202.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναπερεύγω — ἐναπερεύγω (AM) ξερνώ, κάνω εμετό μέσα ή πάνω σε κάτι μσν. μέσ. ξερνώ, ξεβράζω κάποιον σ έναν τόπο αρχ. (μτφ. για ασελγή πράξη) εκσπερματίζω … Dictionary of Greek